«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα». Ωρες ώρες νομίζω πως ο Βάρναλης είχε στο μυαλό του εμένα όταν εμπνεόταν τους άφθαστους στίχους του!
Για το «θαύμα» παρακαλάω χρόνια τώρα. Δεν ξέρω ποιον. Δειλός, μοιραίος κι άβουλος έγινα στην πορεία. Δεν γεννήθηκα έτσι. Αλλά ούτε πώς γεννήθηκα ξέρω…Πάτησα τα σαράντα. Δεν πάει καιρός. Και διαρκώς αναρωτιέμαι αν όλα αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα. Αλλιώς τα είχα σχεδιάσει. Μεγαλεπήβολα σχέδια; Υπερβολικές φιλοδοξίες; Απιαστα όνειρα; Μπορεί. Κι όμως μέχρι την πρώιμη εφηβεία όλα κυλούσαν ομαλά. Τι αξέχαστα παιδικά χρόνια… Πόσο ατελείωτο παιχνίδι…Και δυο γονείς υπόδειγμα. Ναι, κάποτε ήμουν ευτυχισμένος. Μια φορά άγγιξα τον… παράδεισο. Σαββατοκύριακο στην Κηφισιά. Παρέα με τον Σπύρο, τον καλύτερό μου φίλο. Οδός Νηλέως. Με φιλοξένησε στην κουκλίστική του μονοκατοικία. Που ήταν περισσότερο αρχοντόσπιτο παρά πολυτελής έπαυλη. Με θέα ένα κοντινό πευκοδάσος. Ανεπανάληπτες στιγμές γαλήνης και ανεμελιάς. Κι είχα μια ζωή μπροστά…
Αν κάποιος επισκέπτης από το μέλλον μού περιέγραφε τότε τη σημερινή κατάσταση μάλλον θα είχα αυτοχειριαστεί! Καμιά φορά το σκέφτομαι. Αλλά ακόμη δεν έφθασα εκεί. Αν και το «σήμερα» δεν αντέχεται με τίποτα.