20 July 2013
Ο ξανθός Γκαστόνε
Ηρθε σε τούτη τη γη τέσσερις (4) μέρες ύστερα από μένα την ίδια εβδομάδα: Τρίτη εγώ, Σάββατο εκείνος. Ναι, ξέρω, τα περί σαββατογεννημένων. Αλλά είμαι αδιόρθωτος ορθολογιστής. Και αρνούμαι να πιστέψω σε μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία θεωρώ πως κάποτε θα εξηγηθούν, όπως συνέβη με τους κεραυνούς, τις αστραπές, τον ήλιο και τους πλανήτες.
Η συνεχόμενη και αδιάλειπτη τύχη, όμως, κάποιου μοιάζει πραγματικά ανεξήγητη.
Ο παλιός μου φίλος γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Και, ακόμα στην κοιλιά της μητέρας του, το DNA του έσμιξε τα ομορφότερα στοιχεία από τους γονείς του: Ετσι, το μικρό αγόρι στην απέναντι πολυκατοικία ψήλωσε σύντομα, το πυκνό, ίσιο καστανόξανθο μαλλί του μάκρυνε και μια καλοχτενισμένη φράντζα έπεφτε στο αρμονικό του πρόσωπο, με το σταρένιο δέρμα, τα πρασινογάλαζα μάτια και τα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά. Στην εφηβεία, την ώρα που βίωνα τους πιο σκληρούς εφιάλτες μου και τις διάφορες παραλυτικές φοβίες, ο συνομήλικος φίλος μου περπατούσε μπροστά από τα σχολεία απολαμβάνοντας τις ερωτήσεις ("πώς σε λένε;"), τα πειράγματα και τα επιφωνήματα θαυμασμού των κοριτσιών που γίνονταν γυναίκες. Απαντούσε με ένα πλατύ χαμόγελο αυτοπεποίθησης και σιγουριάς που τον έκανε ακόμη περισσότερο γοητευτικό.
Τα καλοκαίρια του στις Σπέτσες με την ντόπια γιαγιά του ζούσε τους πρώιμους έρωτες δίχως να προσπαθεί και ιδιαίτερα. Και κάποτε δοκίμασε τον έρωτα στο πλευρό μιας ξένης, Ολλανδέζας, Αγγλίδας, θα σας γελάσω.
Εγώ ταξίδευα με τη μάνα μου στη Μυτιλήνη. Με τρελά όνειρα για γνωριμίες με ελκυστικές κοπέλες, με την κρυφή ελπίδα πως κάποια θα αγνοήσει την αντιαισθητική ακμή μου και την κραυγαλέα ασπρίλα μου και θα αναγνωρίσει τον... πνευματικό μου κόσμο. Αλλά στην πραγματικότητα στο απομακρυσμένο από την πόλη σπίτι μου του θείου μου σε ένα ασήμαντο χωριό, έκανα μπάνιο παρέα μονάχα με τα φύκια σε μια μουντή και βρώμικη θάλασσα και έφευγα γρήγορα για το σπίτι με το αλάτι να στεγνώνει στο κορμί μου για να αποφύγω την ενοχλητική φαγούρα της φωτοχημικής αλλεργίας. Και σ' αυτές τις βαρετές διακοπές Ιούνιο μήνα, μόλις βράδιαζε, μπαίναμε στο-παρκαριμένο στην αυλή-αυτοκίνητο του μεγαλύτερου ξαδέρφου μου και συζητούσαμε για τα φιλόδοξα σχέδιά μας, για μαγικά ταξίδια και υπέροχες γυναίκες.
Ο γείτονάς μου έγινε κολλητός μου στα 18. Ανέλαβε να με μυήσει στον κενό και σνομπ κόσμο του Κολωνακίου, στις αλαζονικές παρέες των πληκτικών βουτυρόπαιδων, στη-συνήθως αμόρφωτη και απαίδευτη- ελίτ ζάμπλουτων νεόπλουτων που δεν μπόρεσα ποτέ να προσαρμοστώ και στην οποία δεν διέθετα το απαραίτητο (και μοναδικό) μέσο για να εισέλθω: το χρήμα.
Και η ζωή τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης συνεχιζόταν με τον φίλο μου να έχει πλέον αποκτήσει σταθερό δεσμό αλλά και να ζει εφήμερες περιπέτειες κι εγώ να τον ακολουθώ με τη λογική... βιογράφου του που παρακολουθούσε και κατέγραφε, προσπαθώντας μάταια να μιμηθεί τον αυθεντικό γόη που σαγήνευε τις γυναίκες.
Ο καλός μου φίλος που έβρισκε την παρέα μου ενδιαφέρουσα και την αίσθησή μου του χιούμορ μοναδική διασκέδαζε με την ανέμελη ζωή μας. Φαινομενικά κι εγώ, αν μπορείς να το πεις αυτό για κάποιον που βίωνε με δραματικό τρόπο την απόρριψη από τις κοπέλες, τις αδιάφορες παρέες, τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση, τις αναπάντητες προσβολές και την περιθωριοποίηση.
Η μητέρα του φίλου και γείτονά μου εργαζόταν σε μια ανθηρή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στον χώρο των εκδόσεων. Αλλά οι ιδιοκτήτες τα μούσκεψαν, η εταιρεία φαλήρισε και η ψηλή ξανθιά κυρία που δεν αποχωριζόταν το τσιγάρο της ποτέ βρήκε τη χρυσή ευκαιρία με την τεχνογνωσία που διέθετε και την τεράστια πείρα να ξεκινήσει τη δικιά της επιχείρηση. Λίαν συντόμως εξελίχθηκε σε μονοπώλιο στον χώρο της και, έστω κι αν ήταν αναγκασμένη να σηκώνει με το ζόρι, τραβώντας με δύναμη τα σκεπάσματα, τον φίλο μου, του προσέφερε έτοιμη δουλειά, ύστερα από τρεις (δικαιολογημένες) αποτυχίες του να περάσει στη Νομική της Αθήνας.
Το 1996, όταν εγώ περνούσα άλλη μια συνηθισμένη καλοκαιρινή ψυχολογική κρίση με αδιευκρίνιστη αιτία, ο φίλος μου παντρεύτηκε την καλή του και απέκτησε κι άλλη περιουσία εκτός από το εκπληκτικό εξοχικό στην Τζια. Εν τω μεταξύ οι δουλειές του πήγαιναν τόσο καλά που πολύ γρήγορα αγόρασε και ένα ευμέγεθες οροφοδιαμέρισμα στην Αγ. Παρασκευή, μέχρι την ευτυχία τους να συμπληρώσει ο γιος που τόσο επιθυμούσε και ήρθε τελικά το 1998.
Την ώρα που χώριζα από δεσμό 9 χρόνων και η κοπέλα μου με αντικαταστούσε χωρίς τύψεις με άλλον ο-πρώην πια-γείτονάς μου αποκτούσε και άλλα δυο κορίτσια. Η πολυμελής οικογένεια που πάντα επιθυμούσε είχε γίνει πραγματικότητα. Η επικερδής επιχείρησή του, σαν την κότα με τα χρυσά αυγά τού έδινε τη δυνατότητα για διάφορες υλικές απολαύσεις: Και πανάκριβο τζιπ, και υπερπολυτελής πόρσε, και ξεχωριστό αυτοκίνητο για τη γυναίκα του που επίσης είχε μόνιμη και καλή εργασία.
Μια χειμωνιάτικη μέρα του 2001, εξαιτίας μιας ασήμαντης παρεξήγησης, οι δρόμοι του "ξανθού Γκαστόνε" και μένα χώρισαν. Δίχως να έχουμε μιλήσει καν εδώ και δώδεκα χρόνια, είμαι βέβαιος ότι η τύχη συνεχίζει να του κλείνει το μάτι. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ενώ μου χρωστάει όλο εκείνον επισκέπτεται. Η απότομη και σκανδαλώδης εύνοια της τύχης, όπως ο πρώτος αριθμός του λαχείου, τρομάζει πότε-πότε. Αλλά για τον φίλο μου δεν ανησυχώ. Θα βγάλει κι άλλα λεφτά, θα δει τα παιδιά του να αποκτούν δικά τους παιδιά.
Γεννήθηκε Σάββατο, γεννήθηκα Τρίτη. Ο δικός μου ορθολογισμός με εμποδίζει να αποδίδω γεγονότα σε δοξασίες και προλήψεις. Αλλά αν ρίξεις μια κλεφτή ματιά στον ουρανό θα δεις το άστρο του να λάμπει. Και να φωτίζει τα ξανθά του μαλλιά, στέλνοντάς του αναρίθμητα φορτία τύχης. "Με τη Ρολογιά περνούσαμε καλά" είπε κάποτε. Ναι, φίλε. Και σ' αυτό τυχερός στάθηκες...
Είμαι η Ρολογιά και όσα διαβάσατε συνέβησαν στην πραγματικότητα...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment