Τη θυμάμαι να περπατάει αμέριμνη μέσα στην αγκαλιά της γεμάτης από θαλπωρή αυλή, προσπαθώντας να μην χάσει από τα ορθάνοιχτα μάτια της την παραμικρή κίνηση, να φυλακίσει στη μαγεμένη ψυχή της όλα αυτά τα αναρίθμητα χρώματα, να ακούσει όλους εκείνους τους ευχάριστους ήχους, να αγγίξει τα κατάφορτα δέντρα, να μυρίσει αυτή την πανδαισία από μυρωδιές, ανακατεμένες των εντυπωσιακών λουλουδιών με το νοτισμένο χώμα. Επιχειρούσε να χαθεί μέσα σε αισιόδοξες και ελπιδοφόρες σκέψεις, συχνά αψηφώντας τον αδυσώπητο χρόνο που ακόμη δεν ήταν εχθρός της.
Την ανακαλώ στη μνήμη μου να σκαρφίζεται… επιχειρηματικές ιδέες που θα της απέφεραν χρήματα, όμως δεν νοιαζόταν για τα λεφτά αλλά για την πρωτοτυπία των ιδεών, με την αστείρευτη φαντασία της να ανακαλύπτει μεταφυσικά γεγονότα που-υποτίθεται-λάμβαναν χώρα στον υπέροχο κήπο.
Τη συλλογιέμαι να ασχολείται με τα οπωροκηπευτικά, να τα φροντίζει με ζωηρό ενδιαφέρον, να τα επεξεργάζεται και να παρακολουθεί την ανάπτυξή τους.