Εκείνο το γκρίζο πρωινό του Νοέμβρη, όταν η αδελφή του φίλου μου Πλάτωνα, Ευαγγελία, βρέθηκε στο κενό από το δυσθεώρητο ύψος των πέντε ορόφων, κανένας δεν φανταζόταν ότι θα ήταν δυνατό να επιβιώσει.
Η μοίρα, το πεπρωμένο, η ειμαρμένη, όπως θέλετε πείτε το, παίζει πολλές φορές παράξενα παιχνίδια. Υστερα από την οδυνηρή πρόσκρουση στην τσιμεντένια επιφάνεια, η Ευαγγελία σηκώθηκε (!) χωρίς φαινομενικά να φέρει πάνω της ούτε μια αμυχή, για να λιποθυμήσει δευτερόλεπτα αργότερα.
Οταν ξύπνησε στο νοσοκομείο, δυο πράγματα ίσως γνώριζε ήδη πολύ καλά: ότι δεν θα περπατήσει ξανά, περνώντας την υπόλοιπη ζωή της ως τετραπληγική και πως η ψυχολογία της δεν θα έπεφτε-μαζί της-ποτέ τόσο χαμηλά, όπως τότε που αποτόλμησε το απονενοημένο διάβημα.
Μέσα στην ατυχία της, ανήμπορη να ξεμπλέξει το μπερδεμένο κουβάρι της βαριάς κατάθλιψης και των συνεπειών της, στάθηκε τυχερή: η οικονομική ευχέρεια των δικών της θα μπορούσαν σίγουρα να της προσφέρουν μια άνετη ζωή, όσο κι αν ο όρος φαίνεται παραπειστικός για μια κοπέλα καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Οπως συζητάω συχνά μαζί της, έχω την εντύπωση πως η τωρινή της αυτοπεποίθηση είναι δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με τη σωματική της κατάσταση. Μοιάζει αρκετές φορές σαν να βρήκε τον χαμένο της εαυτό, ύστερα από εκείνη την τραγική εμπειρία που αναμφισβήτητα τη σημάδεψε. Κάποτε μου εξομολογήθηκε πως λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, κατάλαβε ότι θα έμενε πλέον ανάπηρη ισοβίως.
Σε συχνές στιγμές βαθιάς μελαγχολίας, όταν όλα γύρω μου τυλίγονται από ένα μαύρο πέπλο, όποτε η ταλαιπωρημένη ψυχή μου κλειδαμπαρώνεται και δεν αφήνει την παραμικρή χαραμάδα αισιοδοξίας, ανακλαστικά μού έρχεται στο μυαλό μου η περιπέτεια με την απόπειρα της Ευαγγελίας. Υπήρξαν μέρες που ένιωθα τόσο άσχημα που το μόνο που με εμπόδιζε να ακολουθήσω τα βήματά της προς το τέρμα του αλαργινού δρόμου ήταν η δειλία. Ή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Οσες φορές κι αν μου πέρασε από το κεφάλι η καταθλιπτική ιδέα ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει σε μια μίζερη ζωή που καμιά σχέση δεν είχε με τα φιλόδοξα όνειρά μου και τις μαγευτικές προσδοκίες μου, δεν είχα φθάσει ακόμα στο απροχώρητο. Αλλά και να μην είχα άλλη επιλογή από το να ζήσω αναξιοπρεπώς, πραγματικά δεν ξέρω αν θα έβρισκα το απαιτούμενο θάρρος για το απονενοημένο διάβημα.
Οχι, δεν λυπάμαι ούτε νιώθω οίκτο για την Ευαγγελία. Γνωρίζω πως η οικογένειά της θα τη φροντίσει στοργικά όπως έκανε άλλωστε μέχρι τώρα. Αλλά ακόμη κι έτσι όπως την παρατηρώ, υπέρβαρη, ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί, με σχεδόν αχρηστευμένα χέρια που αδυνατούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά, μπορώ να εντοπίσω κάτι θετικό σ’ αυτή τη μη αναστρέψιμη πια κατάσταση: Τις λιγοστές απαιτήσεις από τον εαυτό της και τη συμπόνοια των άλλων. Ναι, όσο κι αν σας φαίνεται αλλόκοτο, είναι μια απάνθρωπη τυραννία όσα προσδοκάμε από το πρόσωπό μας. Μας καταδυναστεύει και δεν μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε. Τα προσωπικά μου βιώματα σε οδηγούν στην απόγνωση. Ενας σκληρός και ιδιαίτερα αυστηρός εαυτός που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, επιτυγχάνοντας τις περισσότερες φορές το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Που σε γεμίζει ενοχές σε περιπτώσεις αποτυχίας, που σε απαξιώνει και σε διασύρει αν τολμήσεις να μην συμπεριφερθείς «όπως σου αρμόζει». Δεν υπάρχει αυστηρότερος κριτής από σένα. Οι όποιες επιτυχίες σου υποτιμούνται και μηδενίζονται. Και στην αντίθετη περίπτωση, τα λάθη σου και οι επιπόλαιες επιλογές σε σέρνουν στο προσωπικό σου δικαστήριο που δεν δείχνει την παραμικρή επιείκεια.
Και έπειτα είναι και οι άλλοι. Αν νιώθεις ανασφαλής όπως εγώ, κάθε παρουσία αγνώστου κρύβει έναν κίνδυνο. Καθένας που δεν γνωρίζεις σου φαίνεται εχθρικός και σου προκαλεί φόβο. Μυρίζεσαι όπως τα ζώα την επιθετικότητα του άλλου, δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για το τι σου επιφυλάσσει. Δεν είναι αναγκαίο να κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα. Μπορεί να θέσει ο άγνωστος απέναντί σου σε αμφισβήτηση τις δυνατότητές σου, να σε προκαλέσει σε ένα παιχνίδι του μυαλού που ίσως δεν θα μπορέσεις να ανταπεξέλθεις, να σε μειώσει, να σε προσβάλει, να σε ειρωνευτεί. Εξίσου οδυνηρά για μένα με τον σωματικό πόνο.
Ρίχνω και πάλι κλεφτές ματιές στην Ευαγγελία: Διαθέτει δυο στοιχεία που μου λείπουν. Ο απαιτητικός της εαυτός έχει υποχωρήσει και όσο για τους άλλους έχει εξασφαλίσει δεδομένη ασυλία για όσα χρόνια τής απομένουν να ζήσει. Και ίσως γι’ αυτό θεωρώ πως μέσα στην απίστευτη ατυχία της μπορεί να αισθάνεται και λίγο τυχερή.
Υ.Γ. Τα μικρά ονόματα στο κείμενο που διαβάσατε έχουν αλλαχτεί για ευνόητους λόγους.
Είμαι η Ρολογιά και όσα διαβάσατε συνέβησαν στην πραγματικότητα.
No comments:
Post a Comment